- ἀπομαραίνει
- ἀπομαραίνομαιpres ind mp 2nd sgἀπομαραίνομαιpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφόρβιος — ἐμφόρβιος, ον (Α) 1. αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφόρβιον τέλος που καταβαλλόταν για τη νομή, τη βοσκή … Dictionary of Greek